- τροφεύουσαν
- τροφεύωserve as a wet-nursepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροφεύω — Α [τροφή / τροφός] 1. τρέφω, ανατρέφω 2. (για γυναίκα) είμαι τροφός, παραμάννα («θέλεις καλέσω σοι γυναῑκα τροφεύουσαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek